- ανυβριστος
- ἀνύβριστοςἀν-ύβριστος21) безобидный, неоскорбительный
(σκῶμμα, παιδιαί Plut.)
2) неопозоренный, незапятнанный(τελευτή Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σκῶμμα, παιδιαί Plut.)
(τελευτή Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανύβριστος — ἀνύβριστος, ον (AM) αυτός που δεν υβρίζεται ή δεν πρέπει να υβρίζεται («ἀνύβριστος τελευτή», Πλουτ. «...ἐμίανας τὰ ἱερὰ τοῡ ναοῡ σκεύη καὶ ὕβρισας τὰ ἀνύβριστα», Μανασσής) αρχ. όποιος δεν είναι υβριστικός … Dictionary of Greek
ἀνύβριστος — not insulted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυβριστότατα — ἀνύβριστος not insulted adverbial superl ἀνύβριστος not insulted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυβρίστως — ἀνύβριστος not insulted adverbial ἀνύβριστος not insulted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύβριστον — ἀνύβριστος not insulted masc/fem acc sg ἀνύβριστος not insulted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυβρίστοις — ἀνύβριστος not insulted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυβρίστου — ἀνύβριστος not insulted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυβρίστους — ἀνύβριστος not insulted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύβριστα — ἀνύβριστος not insulted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύβριστοι — ἀνύβριστος not insulted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)